ἐνδεσμεύω
English (LSJ)
A bind to or in, τινὰς εἰς καταπέλτας D.S.20.71:—Pass., Dsc.Eup.1.146; τῇ Χέρσῳ D.S.3.40.
German (Pape)
[Seite 832] anbinden, D. Sic. 3, 40. 20, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεσμεύω: ἐνδέω, δένω εἴς τι, τό σκάφος... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
1 atar, sujetar τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.
2 envolver τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.Eup.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.Eup.1.146.
3 encerrar, aprisionar en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.Dial.4.6.
Greek Monolingual
ἐνδεσμεύω (Α)
προσδένω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεσμεύω: привязывать, прикреплять (τινί и εἴς τι Diod.).