ἐπιρριπτέω
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
= sq., only in pres. and impf., X.An.5.2.23, Plb.18.46.12, Ph.Bel.100.13, Sor.2.32:—Pass., Ph.Bel.99.48, Parth.9.8. 2. intr., throw oneself upon the track, X.Cyn.6.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρριπτέω: τῷ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ξεν. Ἀν. 5. 2, 23. 2) ἀμεταβ., ῥίπτομαι ἐπὶ τὰ ἴχνη, ἐπὶ κυνῶν. Ξεν. Κυν. 6. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
jeter sur.
Étymologie: ἐπί, ῥιπτέω.
Greek Monotonic
ἐπιρριπτέω:1. = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.
2. αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρριπτέω: (только praes. и impf.)
1) (на что-л.) бросать, кидать, сбрасывать (ξύλα ἄνωθεν Xen.);
2) бросаться вперед, устремляться: ἐπιρριπτοῦσαι, ταχὺ μεταθεύσονται Xen. (напав на след зайца, собаки) устремившись вперед, быстро бегут.