ἐπολισθάνω

From LSJ
Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπολισθάνω Medium diacritics: ἐπολισθάνω Low diacritics: επολισθάνω Capitals: ΕΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: epolisthánō Transliteration B: epolisthanō Transliteration C: epolisthano Beta Code: e)polisqa/nw

English (LSJ)

   A slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29 ; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.

Greek Monolingual

ἐπολισθάνω (Α)
1. γλιστρώ
2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

ἐπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω πάνω σε, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπολισθάνω:
1) соскальзывать, падать (ἐς βυθόν Anth.);
2) перен. впадать (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or glide upon, Anth.