ἰκτερίας
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
λίθος, ὁ,
A a yellowish kind of stone, Plin.HN37.170.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, λίθος, eine gelbliche Steinart, Plin. H. N. 37, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερίας: λίθος, ὁ, εἶδος κιτρίνου λίθου, Πλιν. Η. Ν. 37. 61.
Greek Monolingual
ἰκτερίας, ὁ (Α)
φρ. «ἰκτερίας λίθος» — είδος κίτρινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + επίθημα -ίας].