ὀστεολόγος

From LSJ
Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεολόγος Medium diacritics: ὀστεολόγος Low diacritics: οστεολόγος Capitals: ΟΣΤΕΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: osteológos Transliteration B: osteologos Transliteration C: osteologos Beta Code: o)steolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A extracting bones: -λόγον, τό, a surgical instrument, Hp.Mul.1.70.

German (Pape)

[Seite 398] Knochen sammelnd (?).

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀστεολόγος, -ον)
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία
αρχ.
1. αυτός που εξάγει οστά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -λόγος].