ὁπηλίκος

Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον, relat. and indirect interrog.,

   A however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U. ; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145 ; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.

Greek Monolingual

ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].

Russian (Dvoretsky)

ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.