ηλίκος

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -()λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.