ὑπερσιτίζω
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.
Greek Monolingual
ὑπερσιτίζω ΝΑ σιτίζω
υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τον τρέφω υπερβολικά
νεοελλ.
μέσ. υπερσιτίζομαι
τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει
αρχ.
(το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω.