ἐρυθροκάρδιος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ον,
A with red pith, Thphr.HP3.12.3.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothem Herzen oder Kern, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροκάρδιος: -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.
Greek Monolingual
ἐρυθροκάρδιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη ψίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -καρδιος < καρδία].