ἠλιβάτας

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐβάτᾱς Medium diacritics: ἠλιβάτας Low diacritics: ηλιβάτας Capitals: ΗΛΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ēlibátas Transliteration B: ēlibatas Transliteration C: ilivatas Beta Code: h)liba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ὁ,

   A haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (-βάτους codd.):—hence ἡλῐ-βᾰτέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).

Greek Monolingual

ἠλιβάτας, ὁ (Α)
αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει ψηλά («ἡλιβάτας τράγος», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίβατος].