ὁμόκραιρος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον,
A with like horns, Nonn.D.1.336, al.
German (Pape)
[Seite 337] mit gleichen Hörnern, Nonn. D. 1, 335.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκραιρος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κεφαλὴν ἢ ὅμοια κέρατα, Νόνν. Δ. 1. 336.
Greek Monolingual
ὁμόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθό-κραιρος)].