ὁρκίλλομαι

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκίλλομαι Medium diacritics: ὁρκίλλομαι Low diacritics: ορκίλλομαι Capitals: ΟΡΚΙΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: horkíllomai Transliteration B: horkillomai Transliteration C: orkillomai Beta Code: o(rki/llomai

English (LSJ)

   A swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.

Greek Monolingual

ὁρκίλλομαι (Α)
δίνω μάταιους, κενούς όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση του τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλλος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].