κεραυνίας
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thunder-stricken, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, vom Donnerkeil getroffen, Hesych.; – λίθος, Donnerstein.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνίας: -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κεραυνίας, ὁ (Α) κεραυνός
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.