ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Full diacritics: κρωβύλη | Medium diacritics: κρωβύλη | Low diacritics: κρωβύλη | Capitals: ΚΡΩΒΥΛΗ |
Transliteration A: krōbýlē | Transliteration B: krōbylē | Transliteration C: krovyli | Beta Code: krwbu/lh |
[ῠ], ἡ,
A hair-net, Serv.ad Virg.Aen.4.138, Hdn.Gr.1.323.
κρωβύλη, ἡ (Α)
δίχτυ για τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρωβύλος, με αλλαγή γένους].