λυκόφθαλμος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἡ,
A wolf-eye, a precious stone, Plin.HN37.187.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόφθαλμος: ὁ, λύκου ὀφθαλμός, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« œil de loup », sorte de pierre précieuse.
Étymologie: λύκος, ὀφθαλμός.
Greek Monolingual
λυκόφθαλμος, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκ-όφθαλμος, μεγαλ-όφθαλμος)].