μαλακόδερμος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόδερμος Medium diacritics: μαλακόδερμος Low diacritics: μαλακόδερμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: malakódermos Transliteration B: malakodermos Transliteration C: malakodermos Beta Code: malako/dermos

English (LSJ)

ον,

   A soft-skinned, Arist.HA489b15, al.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).