παναεργής

Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ές,

   A all-undigested, δόρπος Nic.Al.66.

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz unverarbeitet, ganz unverdau't, Nic. Al. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναεργής: -ές, ὅλως ἀκατέργαστος, ἀδιάπεπτος, δόρπον Νικ. Ἀλεξιφ. 66.

Greek Monolingual

παναεργής, -ές (Α)
(για φαγητό) εντελώς ακατέργαστος, αχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀεργής «ακατέργαστος»].