αχώνευτος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχώνευτος, -ον)
εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι
νεοελλ.
1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος
2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει κατανοητός
3. αντιπαθητικός, ανυπόφορος
4. ασυγχώρητος.