ἁλίρραντος

Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω)

   A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui baigne de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥαίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 salpicado por el mar, ἀκτή Choeril.21.1, θίς AP 14.72, ἀκτά Lyr.Adesp.477.1.2S., cf. SHell.991.55.
2 que salpica con sus olas πόντος AP 9.333 (Mnasalc.).

Greek Monolingual

ἁλίρραντος, -ον (Α)
αυτός που ραντίζεται, βρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραντος < ρηματ. επίθ. ῥαντός < ῥαίνω «ραντίζω»].

Greek Monotonic

ἁλίρραντος: -ον (ἅλς, ῥαίνω), αυτός που ραντίζεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρραντος:
1) омываемый морскими волнами (ἀκτή Anth.);
2) омывающий своими волнами, плещущийся (πόντος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ῥαίνω
sea-surging, Anth.