συντράχηλος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with head sunk between shoulders, Philostr. Gym.35.
Greek Monolingual
-ον, Α
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τράχηλος (πρβλ. περι-τράχηλος)].
Full diacritics: συντράχηλος | Medium diacritics: συντράχηλος | Low diacritics: συντράχηλος | Capitals: ΣΥΝΤΡΑΧΗΛΟΣ |
Transliteration A: syntráchēlos | Transliteration B: syntrachēlos | Transliteration C: syntrachilos | Beta Code: suntra/xhlos |
[ᾰ], ον,
A with head sunk between shoulders, Philostr. Gym.35.
-ον, Α
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τράχηλος (πρβλ. περι-τράχηλος)].