περισσολόγος

Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A talking too much, wordy, Sch.Ar.Eq.89.

German (Pape)

[Seite 592] weitschweifig, geziert redend, sich gekünstelt oder übermäßig geschmückt ausdrückend, Schol. Ar. Equ. 89 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περισσολόγος: ον ὁ περιττὰ λέγων, περιττολόγος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
verbeux.
Étymologie: περισσός, λόγος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
βλ. περιττολόγος.

Greek Monotonic

περισσολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.

Middle Liddell

περισσο-λόγος, ον, λέγω
talking too much, wordy.