ἀποκοπτός
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ή, όν,
A severed from others, special, νίκη Eust. 1468.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοπτός: -ή, -όν, νίκη ἀποκοπτή, μεγάλη νίκη, Εὐστ. 1468. 3, πρβλ. Κωνσταντῖν. π. Βασ. Ταξ. 42C.
Spanish (DGE)
-ή, -όν tajante, rotundo νίκη Eust.1468.3.
Greek Monolingual
ἀποκοπτός, -όν (Μ)
ιδιαίτερος, ξεχωριστός.