ἀξιοσέβαστος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον,
A worthy of reverence, worshipful, Eust.ad D.P. p.72.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοσέβαστος: -ον, ἄξιος σεβασμοῦ, Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 72. 22: ― ὡσαύτως ―σεπτος, ον, Κ. Μανασσ. Χρον. 4203, 5047.
Spanish (DGE)
-ον digno de reverencia Eust.in D.P.p.72.22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀξιοσέβαστος, -ον)
αυτός που του αξίζει να τον σέβονται.