ὑδατόεις

Revision as of 15:05, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A watery, AP9.327 (Hermocr.), D.P.782, Nonn.D.11.47, 23.281, 39.373, al.    II transparent as water, thin, fine, καλύπτρα AP6.270 (Nic.); cf. ὑδάτινος 11. [ῡ in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 1172] εσσα, εν, wässerig, wasserartig, durchsichtig, dünn wie Wasser; καλύπτρα, Nic. 3 (VI, 270); δόμος, Hermocreo 1 (IX, 327); ἴασπις, D. Per. 782; κόρη Διός, Ep. ad. 194 (App. 323), von einer Najade gesagt.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ὕδωρ) ὡς τὸ ὑδατώδης, Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, λεπτός, καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 aqueux, rempli d’eau;
2 qui ressemble à de l’eau, transparent comme l’eau.
Étymologie: ὕδωρ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, ΜΑ
υδατώδης
αρχ.
(για ένδυμα ή για εξάρτημα ενδυμασίας) διαφανής σαν το νερό, λεπτός («ὑδατόεσσα καλύπτρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὑδᾰτόεις: -όεσσα, -όεν (ὕδωρ),
I. υδάτινος, αυτός που μοιάζει με νερό, σε Ανθ.
II. διάφανος σαν το νερό, λεπτός, φίνος, ραφινάτος, κομψός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ῠ)
1) водяной (δόμος, sc. Νυμφῶν Anth.);
2) прозрачный (καλύπτρη Anth.).

Middle Liddell

ὕδωρ
I. watery, like water, Anth.
II. transparent as water, thin, fine, Anth.