ὀλιγώρως
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec négligence ou mépris : ὀλιγώρως ἔχειν XÉN être indifférent ; ὀλιγώρως ἔχειν τινός IS, πρός τι ISOCR négliger ou mépriser qch.
Étymologie: ὀλίγωρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρως: небрежно, пренебрежительно, безразлично, тж. презрительно (διακεῖσθαι Lys.; φέρειν τι и ἔχειν τινός Plut.; ὀ. ἔχειν καὶ κοσμίως Plat.).
English (Woodhouse)
(see also: ὀλίγωρος) heedlessly