διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
adv.injustement.Étymologie: ἔκδικος.
ἐκδίκως: беззаконно, несправедливо Trag.
(see also: ἔκδικος) unjustly