πλαστική
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Russian (Dvoretsky)
πλαστική: ἡ (sc. τέχνη) пластика, изобразительное искусство Plat., Arst.
English (Woodhouse)
(see also: πλαστικός) art of modelling