πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
μέτρα, ἡ (Μ)1. καταμέτρηση, μέτρημα2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].
verses