γρᾴδιον
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
German (Pape)
[Seite 503] τό, = γραΐδιον, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
contr. de γραΐδιον.
Spanish (DGE)
v. γραΐδιον.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
γρᾴδιον: τό стяж. к γραΐδιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρᾴδιον -ου, τό en γραΐδιον γραῦς demin. oud vrouwtje; ook ongunstig oud wijf.