σαπρότης

Revision as of 14:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rottenness, putridity, Pl.R.609e, Arist.Mete.379a6, al., Thphr. Od.2.

German (Pape)

[Seite 862] ητος, ἡ, Fäulniß, Gestank durch Fäulniß, der Zustand eines faulen od. sonst verdorbenen zerrütteten Körpers; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης, Plat. Rep. X, 609 e; ξύλων, faules Holz, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρότης: -ητος, ἡ, σηπεδών, «σαπίλα», «μοῦχλα», εἴτε παλαιότης, εἴτε σαπρότης ... οὐκ οἰόμεθα δεῖν σῶμα ἀπόλλυσθαι Πλάτ. Πολ. 609Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 1, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
putréfaction, pourriture.
Étymologie: σαπρός.

Greek Monotonic

σαπρότης: -ητος, ἡ, σήψη, σαπίλα, σάπισμα, αποσύνθεση, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαπρότης -ητος, ἡ [σαπρός] rotheid, rotting.

Russian (Dvoretsky)

σαπρότης: ητος ἡ гнилость, гниль Plat., Arst.

Middle Liddell

σαπρότης, ητος, ἡ, [from σαπρός
rottenness, putridity, Plat.

English (Woodhouse)

decay, rottenness