σαπίλα
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
η, N
1. αποσύνθεση οργανικής ουσίας, σήψη
2. οσμή σαπισμένου πράγματος
3. μτφ. ηθική αποσύνθεση, διαφθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐ-σάπ-ην, παθ. αορ. β' του σήπομαι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. κα-ήλα / κα-ίλα: ἐ-κάη-ν)].