ἐπίχυμα

From LSJ
Revision as of 16:35, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "in de An." to "in de An.")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχῠμα Medium diacritics: ἐπίχυμα Low diacritics: επίχυμα Capitals: ΕΠΙΧΥΜΑ
Transliteration A: epíchyma Transliteration B: epichyma Transliteration C: epichyma Beta Code: e)pi/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,

   A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33.    II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.