καταμείγνυμι

From LSJ
Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμείγνῡμι Medium diacritics: καταμείγνυμι Low diacritics: καταμείγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katameígnymi Transliteration B: katameignymi Transliteration C: katameignymi Beta Code: katamei/gnumi

English (LSJ)

or καταμειγνύω,

   A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys.580; τὴν φροντίδα καταμείξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu.230; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27:—Pass., [[[ὕδωρ]]] καταμεμειγμένον ἐς τὸν ἠέρα Hp.Aër.8; τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir.485b10; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3; εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20.

Greek Monolingual

καταμείγνυμι και καταμειγνύω (Α)
ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μείγνυμι «αναμιγνύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μείγνυμι of κατα-μειγνύω act. mengen:. τὴν φροντίδα λεπτὴν καταμείξας εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα door mijn fijne gedachtengang te mengen met de even fijne lucht Aristoph. Nub. 230; τοῖς ἄλλοις κ. στρατιώταις ἑαυτούς zich mengen onder de andere soldaten Plut. Alc. 29.1. med. zich mengen:. οἱ [στρατιῶται]... εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο de soldaten mengden zich onder de bewoners van de steden Xen. An. 7.2.3.