κοθοῦριν
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἀλώπεκα, Hsch.; cf. κόλουρις. κόθουρος, ον,
A docktailed, i.e. without a sting, κήφηνες Hes.Op.304. κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, Hsch.