κόλουρις

From LSJ

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
renard (de la fable) qui a la queue coupée.
Étymologie: κόλουρος.

Greek Monolingual

κόλουρις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κόλουρος.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu κόλουρος; Timocr. bei Plut. Them. 21 nennt den Fuchs κόλουρις. Vgl. κοθοῦρις.