κονυζίτης

Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine

   A flavoured with κόνυζα, Dsc.5.53, Gp.8.10.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κονυζίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63.

Greek Monolingual

κονυζίτης, ὁ (ΑM)
(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλασσ-ίτης, ρητιν-ίτης)].