στενυγρός

From LSJ
Revision as of 19:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενυγρός Medium diacritics: στενυγρός Low diacritics: στενυγρός Capitals: ΣΤΕΝΥΓΡΟΣ
Transliteration A: stenygrós Transliteration B: stenygros Transliteration C: stenygros Beta Code: stenugro/s

English (LSJ)

ή, όν, Ion. for

   A στενός, ἀτραπός Semon.14, cf. Hp.Epid. 5.48; ἰσθμός Max.Tyr.35.7; στενυγρή, ἡ, a narrow pass or strait, Orac. ap. Oenom. ap. Eus.PE5.20, prob. for στενύστραν in Orac. ap. Apollod.2.8.2.

German (Pape)

[Seite 936] ion. = στενός, Simonds u. Sp., wie Apolld. 2, 8, 2; kein comp., wie Galen. ausdrücklich erinnert; ἡ στενυγρή, Engpaß, Oenom. bei Euseb. praep. ev. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

στενυγρός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ στενός, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ πορθμός, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ.
1. στενός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή
στενή διάβαση, πορθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο του επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ- (πρβλ. Στενύ-κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα -γ- και επίθημα -ρός (πρβλ. θαλυ-κ-ρός, πενι-χ-ρός)].