σκυλαδέψης
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ου, or σκύθρωπ-ος, ὁ,= σκυλοδέψης, Eust.450.6.
Greek (Liddell-Scott)
σκυλαδέψης: ἢ -ος, ὁ, = σκυλοδέψης, Εὐστ. 450. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σκυλοδέψης.