Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Full diacritics: σπιθίαι | Medium diacritics: σπιθίαι | Low diacritics: σπιθίαι | Capitals: ΣΠΙΘΙΑΙ |
Transliteration A: spithíai | Transliteration B: spithiai | Transliteration C: spithiai | Beta Code: spiqi/ai |
σανίδες νεώς, Hsch. σπίκανον· σπάνιον, Id.
σπιθίαι: «σανίδες νεὼς» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σανίδες νεώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. σπιθαμή.