στύγνωσον
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
χώρισον, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].