τίος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τίως, τίω, Dor. genitives of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] böot. = τεός, σός, Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
τίος: τίως, τίω. Δωρικαὶ γενικαὶ τοῦ σύ, Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. 356C.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.