καλιός

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ὁ,

   A cabin, hovel, Epich.39.    2 fowl-coop, Cratin.72.    3 prison, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καθείργνυται.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῑός: ὁ, καλύβη, οἰκίσκος, Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «οἰκίσκος ὀρνίθειος» Πολυδ. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) δεσμωτήριον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καλιός, ὁ (Α)
1. καλύβα, σπιτάκι
2. (για κότες) κλουβί
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καλιά].