καλιός

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῑός Medium diacritics: καλιός Low diacritics: καλιός Capitals: ΚΑΛΙΟΣ
Transliteration A: kaliós Transliteration B: kalios Transliteration C: kalios Beta Code: kalio/s

English (LSJ)

ὁ,
A cabin, hovel, Epich.39.
2 fowl-coop, Cratin.72.
3 prison, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καθείργνυται.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῑός: ὁ, καλύβη, οἰκίσκος, Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «οἰκίσκος ὀρνίθειος» Πολυδ. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) δεσμωτήριον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καλιός, ὁ (Α)
1. καλύβα, σπιτάκι
2. (για κότες) κλουβί
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καλιά].