γείσωμα
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
ατος, τό,
A pent-house, Poll.1.76.
German (Pape)
[Seite 478] od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.
Greek (Liddell-Scott)
γείσωμα: τό, στέγασμα προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
arq. saliente, entablamento τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).
Greek Monolingual
το (AM γείσωμα) γείσον
το γείσο
νεοελλ.
οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι.