θρασυχειρία
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ἡ,
A boldness of hand, Poll.2.148.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυχειρία: ἡ τόλμη χειρῶν, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
θρασυχειρία, ἡ (Α) θρασύχειρος
μεγάλη δύναμη στα χέρια.