γαστροβόρος
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
ον,
A = γαστρίμαργος, Poll.2.168,175.
German (Pape)
[Seite 476] = γαστρίμαργος, Poll. 2, 168. 175.
Greek (Liddell-Scott)
γαστροβόρος: -ον, =γαστρίμαργος, Πολυδ. Β΄, 168, 175.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γαστριβόρος Poll.6.42
glotón Poll.l.c., 2.168, 175.
Greek Monolingual
γαστροβόρος, ο (Α)
ο γαστρίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -βορος < βορά.