νομισματοπώλης

From LSJ
Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομισμᾰτοπώλης Medium diacritics: νομισματοπώλης Low diacritics: νομισματοπώλης Capitals: ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: nomismatopṓlēs Transliteration B: nomismatopōlēs Transliteration C: nomismatopolis Beta Code: nomismatopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A money-changer, Poll.7.170.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.

Greek Monolingual

ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].