φιλεγκλήμων

From LSJ
Revision as of 21:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλεγκλήμων Medium diacritics: φιλεγκλήμων Low diacritics: φιλεγκλήμων Capitals: ΦΙΛΕΓΚΛΗΜΩΝ
Transliteration A: philenklḗmōn Transliteration B: philenklēmōn Transliteration C: filegklimon Beta Code: filegklh/mwn

English (LSJ)

ον, gen.ονος,

   A fond of fault-finding, Ph.1.310, Poll.3.139, Gal.13.485, Sch.Il.1.354, Sch.Ar.Pl.874, etc. Adv. -μόνως Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 1275] ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεγκλήμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, Πολυδ. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει μεμψίμοιρος. ― Ἐπίρρ., -μόνως, Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλαίτιος, φιλοκατήγορος.
επίρρ...
φιλεγκλημόνως Α
φιλαιτίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εγκλήμων (< ἔγκλημα), πρβλ. δυσ-εγκλήμων].