Οἶον
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
τό,
A Oeum, name of two Attic demes, 1 Δεκελεικόν, in the φυλὴ Ἱπποθωντίς, IG22.1926.127, Harp. 2 Κεραμεικόν, in the φυλὴ Λεωντίς, IG22.1742.84, Harp. Οἰόθεν, Adv.
A from Oeum, IG22.2086.175,2103.174.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 Οἶον Δεκελεικόν, dème attique de la tribu Hippothoontide;
2 Οἶον Κεραμεικόν, dème attique de la tribu Léontide.
Greek Monolingual
(II)
Οἶον, τὸ (Α)
ονομασία δύο δήμων της Αττικής.
Russian (Dvoretsky)
Οἶον: τό Эй
1) дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Isae.;
2) дем в атт. филе Λεοντίς Isae.