εὔκαυστος
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
ον,
A easily burning, Thphr.Ign.72 (Comp.), Sch.Ar. Pax1134 (Sup., εὐκαστοτα cod.): εὔκαυτος, Phot.
A s.v. πισσοκωνήτῳ πυρί.
German (Pape)
[Seite 1074] = Folgdm, E. M. u. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαυστος: -ον, εὐκόλως καιόμενος, εὔφλεκτος, Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - εὔκαυστος παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαυστος, -ον και εὔκαυτος, -ον)
αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καυστός (< καίω)].